μονορ(ρ)ήξ

μονορ(ρ)ήξ
μονορ(ρ)ῆξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει σχιστεί από πάνω μέχρι κάτω («ἀπερρηγμένος, ἀπεσπασμένος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ρρηξ (< ῥήγνυμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”